Τι καν’ς κι παν’ στου δέντρου ρε Θοδουρή;
Πως ανέφ’κεις και κριμάσ’κεις κι φαίνησει σαν γα…….. κι συγκαμέν’ μαϊμού;
Εχ’ πλάκα να ανέφ’κεις με το γερανουφόρου του Δήμου, χωρίς να παρ’ς άδεια απ’τον Πέτρου!!!
_______________________
Σάκη και γω το γερανοφόρο ζήτησα, αλλά ο Αγγελίδης και ο Βλάχος, θύμωσαν που τους μάλωσα γιατί σε έδωσαν την πλατεία και μου είπαν να ανέβω μόνος μου.
_______________________

Α!!! Αν είναι έτσ’, καλά!!! Αλλιώς θα’φτιαχνα προσφυγή στην περιφέρεια.
Αϊντι τώρα!!! Επειδή εγώ όλουν τουν κόσμου αγαπώ, δώσει έναν πήδου και κατέβα να πάμει ουλ’ι μαζί στο ριβιγιόν του ΔΙΚΤΥ-ΟΥ. Μας περιμέν’ι η θ’κιά μας η Φωτεινή.
_______________________

Αμ’ πως!!! Το μαϊμούνι μια φορά τρώει ξύλο. Ύστερα μαθαίνει και ανεβαίνει πάνω στα δέντρα. Καλά είμαι εδώ πάνω. Εδώ θα κάνω Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά μέχρι να ξεχάσει ο κόσμος την επιτυχία του Δέντρου της αγάπης.
_______________________

Εσύ όμως γιατί μιλάς έτσι; ενώ γνωρίζεις άριστα ελληνικά; Δεν φοβάσαι μήπως σε ακούσει η Μπαϊρα;
_______________________

Εικτός απ’ τουν Τσικέ έφκι κι’ ο Μπατουτάξ’ και ξινόμ’σαν κάμπουσοι μαζί μ’ αυτόν.
Απόμναμει μον’ με τουν Παύλου και τουν τρελό τον Δαϊρατζή σαν κι’ εμένα, να μας φέρνει να ντιρλικόνουμει σαλάτες ο λαχανοπόλ’ς στου κρησφύγετουμ’.
Είπα μπας και γιλάσω τουν Θόδουρου κι’ τη γναίκατ’ Αριάδνη, να φερ’ τα νταούλια απ’ τζουμαγιά να δείξουμει ότι είμαστει με τον λαό για να ξεχάσ’ τ’ φτώχεια’τ.
Μόνο έτσ’ μπορούμει να τουν γιλάσουμει, να μας δώσ’ κάνα ψηφούδ’ για την Ψ’λή.